- ὑπερασπίστρια
- ὑπερασπίστριαone who holds a shield overfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερασπιστής — ο, θηλ. υπερασπίστρια / ὑπερασπιστής, θηλ. ὑπερασπίστρια, ΝΜΑ [ὑπερασπίζω] αυτός που υπερασπίζει, που προστατεύει, που υποστηρίζει κάποιον ή κάτι, προστάτης (α. «υπερασπιστής τής πατρίδας» β. «κύριος ὑπερασπιστής τῆς ζωῆς μου» ΠΔ.) αρχ. αυτός που … Dictionary of Greek
Λε Γκαλιέν, Εύα — (Eva Le Gallienne, Λονδίνο 1899 – 1991). Αμερικανίδα ηθοποιός και σκηνοθέτης του θεάτρου, αγγλικής καταγωγής. Σπούδασε στη Γαλλία και πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή στο Λονδίνο, σε ηλικία μόλις 15 ετών. Αμέσως μετά εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ, όπου έγινε… … Dictionary of Greek